- ἐμπρησμόν
- ἐμπρησμόςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пожьжениѥ — ПОЖЬЖЕНИ|Ѥ (9), ˫А с. 1.Сожжение, уничтожение огнем: пожьжени˫а градьскаго. исповѣда˫а пакы (τὸν ἐμπρησμόν) ГА XIV1, 1716; ˫ако пожари и пожьжень˫а… ˫ако плачь и рыданье и ѹбииства въ плѣньницѣхъ. ФСт XIV/XV, 224а; ѡнъ же [Ярослав] ѹбо˫авьс˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CHRESIPHON — Graece Χρησιφὼν, Templi Dianae architectus, apud Plin. l. 36. c. 14. Nempe primae Templi Ephesii fabricae is praefuit, non ultimae, quâ post Herostati ἐμπρησμὸν instauratum est, Alexandri M. temporibus, et ad augustiorem cultum renovatum, cui… … Hofmann J. Lexicon universale
Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… … Dictionary of Greek